σταθμητή

σταθμητή
σταθμητός
to be measured
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σταθμητῇ — σταθμητός to be measured fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μπερξόν, Ανρί — (Henri Bergson, Παρίσι 1859 – Οτέιγ, Παρίσι 1941). Γάλλος φιλόσοφος, εβραϊκής καταγωγής. Αν και προερχόταν από εβραϊκή οικογένεια, προσέγγισε κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του στον καθολικισμό, αλλά έμεινε πάντα αλληλέγγυος με την εβραϊκή… …   Dictionary of Greek

  • Παρέτο, Βιλφρέντο — (Pareto, Παρίσι 1848 – Σελινί, Γενεύη 1923). Ιταλός οικονομολόγος. Έπειτα από μερικά χρόνια γόνιμης συνεργασίας στην Εφημερίδα των οικονομολόγων (Giornale degli economisti), ο Π. προσκλήθηκε να διαδεχθεί τον Λεόν Βαλρά στην έδρα της πολιτικής… …   Dictionary of Greek

  • σταθμητός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να μετρηθεί, να ζυγιστεί: Οαέρας είναι ύλη σταθμητή. 2. μτφ., αυτός που μπορεί να υπολογιστεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”